- τουφεκιά
- και ντουφεκιά, η, Ν1. πυροβολισμός με ντουφέκι2. η απόσταση βολής τουφεκιού3. ο ήχος τού πυροβολισμού τουφεκιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουφεκιά — τουφεκιά, η και ντουφέκια, η 1. πυροβολισμός με τουφέκι: Έπεσαν δυο τουφεκιές. 2. η απόσταση βολής του τουφεκιού: Απέχει μια τουφεκιά δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
τουφέκι — τουφέκι, το και ντουφέκι, το (λ. τουρκ.) 1. μακρύκαννο φορητό πυροβόλο όπλο. 2. πυροβολισμός του όπλου αυτού, τουφεκιά: Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν, μήνα σε γάμο ρίχνονται… (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
μπηχτός — ή, ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, ή, όν) [μπήγω] αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένος νεοελλ. 1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά) αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά]… … Dictionary of Greek
ντουφεκιά — η βλ. τουφεκιά … Dictionary of Greek